- χρησιμοποιήσιμος
- -η, -ο, Ν αυτός που μπορεί ή είναι κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησιμοποίηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρησιμοποιήσιμος — η, ο αυτός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί, εκμεταλλεύσιμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)